Δείτε επίσης: ουραγός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐραγός οἱ οὐραγοί
      γενική τοῦ οὐραγοῦ τῶν οὐραγῶν
      δοτική τῷ οὐραγ τοῖς οὐραγοῖς
    αιτιατική τὸν οὐραγόν τοὺς οὐραγούς
     κλητική ! οὐραγέ οὐραγοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὐραγώ
γεν-δοτ τοῖν  οὐραγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οὐραγός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οὐραγός, -οῦ αρσενικό

  1. (επάγγελμα, στρατιωτικός βαθμός) αρχηγός της οπισθοφυλακής
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 3.26
    καὶ τοὺς μὲν λοχαγοὺς καὶ τοὺς ἐνωμοτάρχους πρὸς τῶν Καρδούχων ἰέναι, οὐραγοὺς δὲ καταστήσασθαι πρὸς τοῦ ποταμοῦ.
    Κι είπε να παραταχθούν οι λοχαγοί κι οι ενωμόταρχοι απέναντι στους Καρδούχους, ενώ οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής να παραταχθούν με μέτωπο προς τον ποταμό.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  2ος πκε αιώνας Πολύβιος, Ἱστορίαι, 6.24.2 @scaife.perseus
    καὶ τούτους μὲν ἅπαντας προσηγόρευσαν ταξιάρχους, ὧν ὁ πρῶτος αἱρεθεὶς καὶ συνεδρίου κοινωνεῖ· προσεκλέγονται δʼ οὗτοι πάλιν αὐτοὶ τοὺς ἴσους οὐραγούς.
  2. ένας από τους εκτάκτους (ἔκτακτος), που ήταν προσκολλημένος σε μία τάξη (τάξις) ή σε μία εκατονταρχία (ἑκατονταρχία)
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Τέχνη τακτική, 10.4 @scaife.perseus
    καθʹ ἑκάστην δὲ σύνταξιν τῶν ἓξ καὶ πεντήκοντα καὶ διακοσίων ἐπίλεκτοί εἰσι σημειοφόρος, οὐραγός, σαλπιγκτής, ὑπηρέτης, στρατοκήρυξ. καὶ τὸ πᾶν σύνταγμα ἐς τετράγωνον σχῆμα ταχθὲν ἐς ἑκκαίδεκα ἔχει τὸ μῆκος καὶ τὸ βάθος.
  3. (σε λόχο) ο τελευταίος στη σειρά στρατιώτης
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Τέχνη τακτική, 5.4 @scaife.perseus
    ὁ δὲ λάχος ὀνομάζεται ἀριθμὸς ἀνδρῶν ἀπὸ τοῦ ἡγουμένου καὶ τῶν μετὰ τοῦτον τεταγμένων ἔστε ἐπὶ τὸν τελευταῖον κατὰ τὸ βάθος, ὃς δὴ οὐραγὸς καλεῖται.

Συγγενικά

επεξεργασία