ορώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ορώδης | η | ορώδης | το | ορώδες |
γενική | του | ορώδους | της | ορώδους | του | ορώδους |
αιτιατική | τον | ορώδη | την | ορώδη | το | ορώδες |
κλητική | ορώδη(ς) | ορώδης | ορώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ορώδεις | οι | ορώδεις | τα | ορώδη |
γενική | των | ορωδών | των | ορωδών | των | ορωδών |
αιτιατική | τους | ορώδεις | τις | ορώδεις | τα | ορώδη |
κλητική | ορώδεις | ορώδεις | ορώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορώδης < ελληνιστική κοινή ὀρώδης < αρχαία ελληνική ὀρός
- ορώδης < ελληνιστική κοινή ὀρώδης < αρχαία ελληνική ὄρος
Επίθετο
επεξεργασίαορώδης, -ης, -ες
- (ιατρική, βιολογία) που μοιάζει με ορό, τον εκκρίνει ή τον περιέχει ή παράγει υγρό παρόμοιο με τον ορό του αίματος
- (σπάνιο) βουνίσιος, ορεινός