↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορώδης η ορώδης το ορώδες
      γενική του ορώδους της ορώδους του ορώδους
    αιτιατική τον ορώδη την ορώδη το ορώδες
     κλητική ορώδη(ς) ορώδης ορώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορώδεις οι ορώδεις τα ορώδη
      γενική των ορωδών των ορωδών των ορωδών
    αιτιατική τους ορώδεις τις ορώδεις τα ορώδη
     κλητική ορώδεις ορώδεις ορώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. ορώδης < ελληνιστική κοινή ὀρώδης < αρχαία ελληνική ὀρός
  2. ορώδης < ελληνιστική κοινή ὀρώδης < αρχαία ελληνική ὄρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ορώδης, -ης, -ες

  1. (ιατρική, βιολογία) που μοιάζει με ορό, τον εκκρίνει ή τον περιέχει ή παράγει υγρό παρόμοιο με τον ορό του αίματος
  2. (σπάνιο) βουνίσιος, ορεινός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία