Δείτε επίσης: οπλοφόρος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπληφόρος η οπληφόρα
& οπληφόρος
το οπληφόρο
      γενική του οπληφόρου της οπληφόρας
& οπληφόρου
του οπληφόρου
    αιτιατική τον οπληφόρο την οπληφόρα
& οπληφόρο
το οπληφόρο
     κλητική οπληφόρε οπληφόρα
& οπληφόρε
οπληφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπληφόροι οι οπληφόρες
& οπληφόροι
τα οπληφόρα
      γενική των οπληφόρων των οπληφόρων των οπληφόρων
    αιτιατική τους οπληφόρους τις οπληφόρες
& οπληφόρους
τα οπληφόρα
     κλητική οπληφόροι οπληφόρες
& οπληφόροι
οπληφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οπληφόρος, -α / -ος, -ο

  1. (ζωολογία) (για θηλαστικά) που φέρουν οπλές
  2. (ουσιαστικοποιημένο) οπληφόρα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. οπληφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. οπληφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας