οπληφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οπληφόρος, -α / -ος, -ο
- (ζωολογία) (για θηλαστικά) που φέρουν οπλές
- (ουσιαστικοποιημένο) οπληφόρα
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οπληφόρος
- ↑ οπληφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ οπληφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας