οπληφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπληφόρος < οπλή + -ο- + -φόρος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ongulé[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Huftier[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπληφόρος, -α / -ος, -ο
- (ζωολογία) (για θηλαστικά) που φέρουν οπλές
- (ουσιαστικοποιημένο) οπληφόρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οπληφόρος
- ↑ οπληφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ οπληφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας