οπληφόρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | οπληφόρα | ||
γενική | των | οπληφόρων | ||
αιτιατική | τα | οπληφόρα | ||
κλητική | οπληφόρα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οπληφόρα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οπληφόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπληφόρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Πηγές
επεξεργασία- οπληφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- οπληφόρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπληφόρα
|