Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νουμηνία οι νουμηνίες
      γενική της νουμηνίας των νουμηνιών
    αιτιατική τη νουμηνία τις νουμηνίες
     κλητική νουμηνία νουμηνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νουμηνία < αρχαία ελληνική νουμηνία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νουμηνία θηλυκό

  1. (αστρονομία) η πρώτη μέρα του νέου σεληνιακού μήνα
  2. (αστρονομία) η αρχή της νέας σελήνης

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νουμηνί αἱ νουμηνίαι
      γενική τῆς νουμηνίᾱς τῶν νουμηνιῶν
      δοτική τῇ νουμηνί ταῖς νουμηνίαις
    αιτιατική τὴν νουμηνίᾱν τὰς νουμηνίᾱς
     κλητική ! νουμηνί νουμηνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νουμηνί
γεν-δοτ τοῖν  νουμηνίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νουμηνία < νέος + μήν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νουμηνία θηλυκό (και νεομηνία)

  1. (αστρονομία) η πρώτη μέρα του νέου σεληνιακού μήνα
  2. (αστρονομία) η αρχή της νέας σελήνης