νεομηνία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νεομηνίᾱ | αἱ | νεομηνίαι |
γενική | τῆς | νεομηνίᾱς | τῶν | νεομηνιῶν |
δοτική | τῇ | νεομηνίᾳ | ταῖς | νεομηνίαις |
αιτιατική | τὴν | νεομηνίᾱν | τὰς | νεομηνίᾱς |
κλητική ὦ! | νεομηνίᾱ | νεομηνίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεομηνίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νεομηνίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |