Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοησιαρχία οι νοησιαρχίες
      γενική της νοησιαρχίας των νοησιαρχιών
    αιτιατική τη νοησιαρχία τις νοησιαρχίες
     κλητική νοησιαρχία νοησιαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοησιαρχία < (αρχαία ελληνική, καθαρεύουσα) νόησι(ς) (νόηση) + -αρχία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intellectualisme)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νοησιαρχία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία