νοησιοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοησιοκρατία < αρχαία ελληνική νόησι(ς) (νόηση) + -ο- + -κρατία (απόδοση για τη γαλλική intellectualisme)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίανοησιοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία) η νοησιαρχία
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νοησιαρχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοησιοκρατία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νοησιοκρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας