διανοητικισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διανοητικισμός < διανοητικός + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιανοητικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η νοησιαρχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία διανοητικισμός
|
διανοητικισμός αρσενικό
|