νευρασθενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νευρασθενής | η | νευρασθενής | το | νευρασθενές |
γενική | του | νευρασθενούς* | της | νευρασθενούς | του | νευρασθενούς |
αιτιατική | τον | νευρασθενή | τη | νευρασθενή | το | νευρασθενές |
κλητική | νευρασθενή(ς) | νευρασθενής | νευρασθενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νευρασθενείς | οι | νευρασθενείς | τα | νευρασθενή |
γενική | των | νευρασθενών | των | νευρασθενών | των | νευρασθενών |
αιτιατική | τους | νευρασθενείς | τις | νευρασθενείς | τα | νευρασθενή |
κλητική | νευρασθενείς | νευρασθενείς | νευρασθενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νευρασθενής < νευρασθένεια + -ής (αναδρομικός σχηματισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: neurasthénie < αρχαία ελληνική νεῦρον + ἀσθένεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.vɾa.sθeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νευ‐ρα‐σθε‐νής
Επίθετο
επεξεργασίανευρασθενής, -ής, -ές
- (ιατρική) (μεταφορικά) που έχει νευρασθένεια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανευρασθενής αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις νευρασθένεια, νεύρο, ασθενής και σθένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία νευρασθενής