πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεράντζι τα νεράντζια
      γενική του νεραντζιού των νεραντζιών
    αιτιατική το νεράντζι τα νεράντζια
     κλητική νεράντζι νεράντζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεράντζι ουδέτερο

  1. (φρούτο) καρπός της νεραντζιάς
      Συχνά τα νεράντζια γίνονται «όπλα» στα χέρια των διαδηλωτών, αλλά είναι πιο χρήσιμα για μαρμελάδα! (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 2010.01.03. enet.gr)
  2. (γλυκό) γλυκό του κουταλιού με κύριο συστατικό το νεράντζι
      Ήρθε ωστόσο και ο δίσκος με το νεράντζι, ήρθε κι ο αναπόφευγος ο καφέςˈ' (Αργύρης Εφταλιώτης, Τ' όμορφο το χωριό)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. νεράντζιον -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].