αγριονεραντζιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγριονεραντζιά | οι | αγριονεραντζιές |
γενική | της | αγριονεραντζιάς | των | αγριονεραντζιών |
αιτιατική | την | αγριονεραντζιά | τις | αγριονεραντζιές |
κλητική | αγριονεραντζιά | αγριονεραντζιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααγριονεραντζιά θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγριονεραντζιά
|