naranza
Βενετικά (vec)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- naranza < (άμεσο δάνειο) αραβική نارنج (nāranj) < περσική نارنگ (nārang) < σανσκριτικά नारङ्ग (nāraṅga, πορτοκαλιά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnaranza (vec) θηλυκό
Απόγονοι
επεξεργασίαnaranza (βενετικά)