νεραντζούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεραντζούλα | οι | νεραντζούλες |
γενική | της | νεραντζούλας | — | |
αιτιατική | τη | νεραντζούλα | τις | νεραντζούλες |
κλητική | νεραντζούλα | νεραντζούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεραντζούλα < νεραντζ(ιά) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα και δείτε νεράντζι
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεραντζούλα θηλυκό
- (δέντρο) χαϊδευτικά (υποκοριστικό) η νεραντζιά
- ※ Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, κάτω στο γιαλό κοντή, νεραντζούλα φουντωτή (δημοτικό τραγούδι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νεράντζι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νεραντζιά
νεραντζούλα
|