ναυτικό μίλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ναυτικός μίλι | τα | ναυτικά μίλια |
γενική | του | ναυτικού μιλίου | των | ναυτικών μιλίων |
αιτιατική | το | ναυτικός μίλι | τα | ναυτικά μίλια |
κλητική | ναυτικός μίλι | ναυτικά μίλια | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαναυτικό μίλι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, μονάδα μέτρησης) θαλάσσιων αποστάσεων, με μήκος που ισούται με 1.852 μέτρα
- συντομογραφία: ν.μ.
Σημειώσεις
επεξεργασία- Ισούται με το 1/60 της μοίρας κατά μήκος οποιουδήποτε μεσημβρινού.
- Ορίστηκε μέσω διεθνούς συμφωνίας και αντιστοιχεί σε 1.852 μέτρα (6.076 πόδια ή 1.151 μίλια).
- Για τη Βρετανική Κοινοπολιτεία, αντιστοιχεί σε 1.853,84
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ναυτικό μίλι