Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουγιουρντί τα μπουγιουρντιά
      γενική του μπουγιουρντιού των μπουγιουρντιών
    αιτιατική το μπουγιουρντί τα μπουγιουρντιά
     κλητική μπουγιουρντί μπουγιουρντιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουγιουρντί < (άμεσο δάνειο) τουρκική buyruk, εντολή, διαταγή
ή από την λέξη buyrultu, απόφαση, διαταγή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bu.ʝuɾˈdi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουγιουρντί ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) επίσημο έγγραφο κάποιας αρχής που φέρνει δυσάρεστες ειδήσεις ή διαταγές
     συνώνυμα: απόφαση, διαταγή, διάταγμα, εντολή
  2. (γαστρονομία) είδος παραδοσιακής συνταγής, από φέτα τυρί, ντομάτα, πιπεριά καυτερή, ρίγανη, λάδι, ανακατεύοντας όλα τα υλικά ψήνεται στο σαγανάκι
  3. (μεταφορικά) επίπληξη προς κάποιον
     συνώνυμα: επιτίμηση, κατσάδα
  4. (μεταφορικά) ο υπερβολικά φουσκωμένος λογαριασμός

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία