Δείτε επίσης: Μούτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μούτος η μούτα το μούτο
      γενική του μούτου της μούτας του μούτου
    αιτιατική τον μούτο τη μούτα το μούτο
     κλητική μούτε μούτα μούτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μούτοι οι μούτες τα μούτα
      γενική των μούτων των μούτων των μούτων
    αιτιατική τους μούτους τις μούτες τα μούτα
     κλητική μούτοι μούτες μούτα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μούτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική muto

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmu.tɔs/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μού‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

μούτος, -α, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

στην κοινή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
  2. Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146. 
  3. Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.