μουτεύω
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμουτεύω
- (κυριολεκτικά) χάνω το φτέρωμά μου (όπως το γεράκι)
- (μεταφορικά, ειρωνικό για πρόσωπο) μαδημένος, αξιολύπητος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- μουτευμένος (μετοχή)
Πηγές
επεξεργασία- μουτεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].