Ετυμολογία

επεξεργασία
μουτεύω < μούτ(α) + -εύω

μουτεύω

  1. (κυριολεκτικά) χάνω το φτέρωμά μου (όπως το γεράκι)
  2. (μεταφορικά, ειρωνικό για πρόσωπο) μαδημένος, αξιολύπητος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία