μουτευμένος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
μουτευμένος, -η, ον
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μουτεύω: με χαμένο το φτέρωμά μου, μαδημένος, αξιολύπητος
- ※ 12ος αιώνας Ανώνυμος, ⌘ Πτωχοπρόδρομος (Προδρομικά), IV, Επιμ. Hans Eideneier, Neograeca medii aevi, τόμος 5, απόσπασμα@books.google
- καὶ πῶς λαλεῖς, πῶς στήκεσαι, πῶς ἀναβλεμματίζεις,
οὐκ εἶσαι εὐγενικόπουλον οὐδὲ ἀπὸ τῶν ἐνδόξων
οὐδ' ἔφερες τὰ κτήματα εἰς τὴν μονὴν καὶ ὁρίζεις,
καλογεράκιν ταπεινὸν ὁμοιάζεις μουτευμένον
- καὶ πῶς λαλεῖς, πῶς στήκεσαι, πῶς ἀναβλεμματίζεις,
- ※ 12ος αιώνας Ανώνυμος, ⌘ Πτωχοπρόδρομος (Προδρομικά), IV, Επιμ. Hans Eideneier, Neograeca medii aevi, τόμος 5, απόσπασμα@books.google
Πηγές επεξεργασία
- μουτεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].