Μούτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μούτος < μούτος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmu.tɔs/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μού‐τος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜούτος αρσενικό (θηλυκό Μούτου)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]