Μούτου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μούτου < γενική ενικού του αρσενικού Μούτος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmu.tu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μού‐του
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜούτου θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΜούτου αρσενικό