Δείτε επίσης: Μούτο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmu.tɔ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μού‐το

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μούτο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μούτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μούτος