πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονταζιέρα οι μονταζιέρες
      γενική της μονταζιέρας
    αιτιατική τη μονταζιέρα τις μονταζιέρες
     κλητική μονταζιέρα μονταζιέρες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μονταζιέρα (νεολογισμός) < μοντάζ + -ιέρα
ΔΦΑ : /mon.taˈzʝe.ɾa/ και /mon.taˈzi̯e.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονταζιέρα ή μονταζιέρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονταζιέρα θηλυκό

  1. (τεχνολογία) συσκευή ή πρόγραμμα υπολογιστή με τα οποία γίνεται το μοντάζ εικόνας ή ήχου
  2. (τυπογραφία) επιφάνεια πάνω στην οποία επεξεργαζόμαστε το προς εκτύπωση υλικό
  3. (μεταφορικά) προπαγανδιστικός (κομματικός ή άλλος) μηχανισμός που εσκεμμένα παραπληροφορεί μεταδίδοντας χαλκευμένες ειδήσεις
      «Από την πρώτη στιγμή είχαμε υποστηρίξει σε όλους τους τόνους ότι δεν υπήρξε καμία "μονταζιέρα Μαξίμου"» και ότι το σύνολο των συνομιλιών παραδόθηκε αυτούσιο στη Δικαιοσύνη», αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Μαρινάκης.
    @kathimerini, 2025.02.01.
     συνώνυμα: χαλκείο, (φερέφωνο)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • μονταζιέρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)