μονταζιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονταζιέρα θηλυκό
- συσκευή ή πρόγραμμα υπολογιστή με τα οποία γίνεται το μοντάζ εικόνας ή ήχου
- (τυπογραφία) επιφάνεια πάνω στην οποία επεξεργαζόμαστε το προς εκτύπωση υλικό
- (νεολογισμός) (μεταφορικά) προπαγανδιστικός (κομματικός ή άλλος) μηχανισμός που εσκεμμένα παραπληροφορεί μεταδίδοντας χαλκευμένες ειδήσεις
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μοντάζ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονταζιέρα
|