Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοσοπιά οι φωτοσοπιές
      γενική της φωτοσοπιάς των φωτοσοπιών
    αιτιατική τη φωτοσοπιά τις φωτοσοπιές
     κλητική φωτοσοπιά φωτοσοπιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοσοπιά < φωτοσόπ + -ιά < (άμεσο δάνειο) αγγλική photoshop < Photoshop < photo + shop

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοσοπιά θηλυκό

 συνώνυμα: φωτοσοπιάρισμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία