ενικός         πληθυντικός  
photo photos

  Ετυμολογία

επεξεργασία
photo < σύντμηση της λέξης photograph

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

photo (en)

  • (στην καθομιλουμένη) η φωτογραφία
    ⮡  Grandma showed us old photos.
    Η γιαγιά μάς έδειξε παλιές φωτογραφίες.

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
photo < σύντμηση των λέξεων photographie και photographique

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

photo (fr)

  1. (στην καθομιλουμένη) φωτογραφικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
photo photos

photo (fr) θηλυκό

Viens voir une belle photo ! - Έλα να δεις μια όμορφη φωτογραφία!

Δείτε επίσης

επεξεργασία