ενικός         πληθυντικός  
photograph photographs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

photograph (en)

  • η φωτογραφία
    ⮡  The photograph lost its color.
    Η φωτογραφία έχασε το χρώμα της.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία