photographer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
photographer | photographers |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- photographer < photograph + -er
Ουσιαστικό
επεξεργασία
photographer (en)
- (τέχνη, επάγγελμα) ο φωτογράφος
- ⮡ The photographer loves his camera.
- Ο φωτογράφος αγαπά την κάμερά του.
- ⮡ The photographer loves his camera.