μολάσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μολάσα | οι | μολάσες |
γενική | της | μολάσας | των | μολασών |
αιτιατική | τη | μολάσα | τις | μολάσες |
κλητική | μολάσα | μολάσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μολάσα < αγγλική molasse + -α < παλαιά γαλλική molasse < λατινική mollis < *molduis < πρωτοϊταλική *molduis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ml̥dus < *mel- (μαλακός, τρυφερός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμολάσα θηλυκό
- (γεωλογία) σχηματισμός από ιζηματογενή πετρώματα (κροκάλες, μάργες, ψαμμίτες κ.ά.)