Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μολάσσα οι μολάσσες
      γενική της μολάσσας των μολασσών
    αιτιατική τη μολάσσα τις μολάσσες
     κλητική μολάσσα μολάσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μολάσσα < αγγλική molasse + < παλαιά γαλλική molasse < λατινική mollis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(h₂)moldus (μαλακός, αδύναμος) < *mel- (μαλακός, αδύναμος, τρυφερός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μολάσσα θηλυκό

  • (γεωλογία) άλλη γραφή του μολάσα
    Ψιλοβίκος Αντώνιος, Από τη μολάσσα της Μεσοελληνικής αύλακας στους βράχους των Μετεώρων Καλαμπάκας, Πρακτικά Β’ Ιστορικού Συνεδρίου Καλαμπάκας, 2002, σελ. 99-106.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία