↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μολασσικός η μολασσική το μολασσικό
      γενική του μολασσικού της μολασσικής του μολασσικού
    αιτιατική τον μολασσικό τη μολασσική το μολασσικό
     κλητική μολασσικέ μολασσική μολασσικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μολασσικοί οι μολασσικές τα μολασσικά
      γενική των μολασσικών των μολασσικών των μολασσικών
    αιτιατική τους μολασσικούς τις μολασσικές τα μολασσικά
     κλητική μολασσικοί μολασσικές μολασσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μολασσικός < αγγλική molassic < molasse (μολάσα)

  Επίθετο

επεξεργασία

μολασσικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία