Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μολασικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μολασικ
ός
η
μολασικ
ή
το
μολασικ
ό
γενική
του
μολασικ
ού
της
μολασικ
ής
του
μολασικ
ού
αιτιατική
τον
μολασικ
ό
τη
μολασικ
ή
το
μολασικ
ό
κλητική
μολασικ
έ
μολασικ
ή
μολασικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μολασικ
οί
οι
μολασικ
ές
τα
μολασικ
ά
γενική
των
μολασικ
ών
των
μολασικ
ών
των
μολασικ
ών
αιτιατική
τους
μολασικ
ούς
τις
μολασικ
ές
τα
μολασικ
ά
κλητική
μολασικ
οί
μολασικ
ές
μολασικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μολασικός
<
αγγλική
molassic
<
molasse
(
μολάσα
)
Επίθετο
επεξεργασία
μολασικός, -ή, -ό
(
γεωλογία
) που έχει σχέση με τη
μολάσα
ή περιέχεται σ' αυτή
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μολασσικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
μολάσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μολασικός
αγγλικά
:
molassic
(en)