μικτοβαρής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μικτοβαρής | η | μικτοβαρής | το | μικτοβαρές |
γενική | του | μικτοβαρούς* | της | μικτοβαρούς | του | μικτοβαρούς |
αιτιατική | τον | μικτοβαρή | τη | μικτοβαρή | το | μικτοβαρές |
κλητική | μικτοβαρή(ς) | μικτοβαρής | μικτοβαρές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μικτοβαρείς | οι | μικτοβαρείς | τα | μικτοβαρή |
γενική | των | μικτοβαρών | των | μικτοβαρών | των | μικτοβαρών |
αιτιατική | τους | μικτοβαρείς | τις | μικτοβαρείς | τα | μικτοβαρή |
κλητική | μικτοβαρείς | μικτοβαρείς | μικτοβαρή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μικτοβαρής
- αυτός του οποίου έχει καταγραφεί το μικτό κι όχι το καθαρό βάρος
- (ουσιαστικοποιημένο) μικτοβαρές: το εμπόρευμα του οποίου έχει καταγραφεί το μικτό κι όχι το καθαρό βάρος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- μικτοβαρής στάθμιση: ζύγισμα που αποτυπώνει το μικτό βάρος ενός εμπορεύματος, μαζί με το δοχείο που το περιέχει ή τη συσκευασία ή ενίοτε και το όχημα μεταφοράς του
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικτοβαρής
|