Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεικτοβαρής η μεικτοβαρής το μεικτοβαρές
      γενική του μεικτοβαρούς* της μεικτοβαρούς του μεικτοβαρούς
    αιτιατική τον μεικτοβαρή τη μεικτοβαρή το μεικτοβαρές
     κλητική μεικτοβαρή(ς) μεικτοβαρής μεικτοβαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεικτοβαρείς οι μεικτοβαρείς τα μεικτοβαρή
      γενική των μεικτοβαρών των μεικτοβαρών των μεικτοβαρών
    αιτιατική τους μεικτοβαρείς τις μεικτοβαρείς τα μεικτοβαρή
     κλητική μεικτοβαρείς μεικτοβαρείς μεικτοβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεικτοβαρής < μεικτός + -ο- + βάρος + -ής

  Επίθετο επεξεργασία

μεικτοβαρής

  Μεταφράσεις επεξεργασία