μηχανική μάθηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μηχανική μάθηση | οι | μηχανικές μαθήσεις |
γενική | της | μηχανικής μάθησης | των | μηχανικών μαθήσεων |
αιτιατική | τη | μηχανική μάθηση | τις | μηχανικές μαθήσεις |
κλητική | μηχανική μάθηση | μηχανικές μαθήσεις | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηχανική μάθηση < → δείτε τις λέξεις μηχανική και μάθηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική machine learning
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμηχανική μάθηση θηλυκό
- (πληροφορική) επιστημονικό πεδίο που ασχολείται με τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη αλγορίθμων και τεχνικών που επιτρέπουν στους υπολογιστές να μαθαίνουν
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μηχανική μάθηση
|