Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανική μάθηση οι μηχανικές μαθήσεις
      γενική της μηχανικής μάθησης των μηχανικών μαθήσεων
    αιτιατική τη μηχανική μάθηση τις μηχανικές μαθήσεις
     κλητική μηχανική μάθηση μηχανικές μαθήσεις
Συνήθως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανική μάθηση < → δείτε τις λέξεις μηχανική και μάθηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική machine learning

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.xa.niˈci ˈma.θi.si/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μηχανική μάθηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία