Δείτε επίσης: μεσολαβεί, μεσολάβηση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσολαβή οι μεσολαβές
      γενική της μεσολαβής των μεσολαβών
    αιτιατική τη μεσολαβή τις μεσολαβές
     κλητική μεσολαβή μεσολαβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσολαβή < μεσο- (στη σημασία μέση) + λαβή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.so.laˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σο‐λα‐βή
ομόηχο: μεσολαβεί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσολαβή θηλυκό

  1. (αθλητισμός, γυμναστική) το πιάσιμο της μέσης κι από τις δυο μεριές του κορμού με τις δύο παλάμες
    ※  Τα παραγγέλματα τα έδινε προσωπικά ο καθηγητής γυμναστικής και θα σας πω μερικά από αυτά που θυμάμαι: Τάξη, προσοχή! Αραιώσατε! Στοιχηθείτε! Διάσταση, έκταση των χειρών, πρόταση των χειρών, ανάταση, στροφή της κεφαλής αριστερά, δεξιά, επί τόπου αναπηδήσεις, μεσολαβή, ατενώς, βαθιά εισπνοή και εκπνοή, σύμπτυξη, τους ζυγούς λύσατε και πολλά άλλα. (Γιάννης Γούδας, Γυμναστικές επιδείξεις, εφημερίδα Ελευθερία, 06.06.2021)
  2. (αθλητισμός, πάλη) το σφίξιμο της μέσης του αντιπάλου με ειδική λαβή
    ※  Εντυπωσιακή λαβή είναι η μεσολαβή, το σήκωμα του αντιπάλου από τη γη, οπότε εύκολα τον έριχνε στο χώμα. (Νικόλαος Τσιακάρας, Η διδακτική της πάλης, Τρίκαλα 2009, σελ. 21)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία