μεσοβέζικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσοβέζικος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική müşevv(eş) (ασαφής, συγκεχυμένος)) + -έζικος < αραβική مشوش (mushau-wash) [1][2]
Επίθετο επεξεργασία
μεσοβέζικος, -η, -ο
- που αποτελεί μια μέση λύση και επομένως δεν είναι πλήρως ξεκαθαρισμένος και σταθερός
- ※ Ἕνα μακρύ φιλί –ὄχι ὅμως κι ἀτέλειωτο– προμήνυμα κι ἀμοιβαία ὑπόσχεση μιᾶς πλέριας ἐρωτικής νομῆς. Τό δεύτερο θά εἶναι ὁπωσδήμοτε ὁ πρόλογος καί τό συμπλήρωμα τῆς νομῆς. Κάθε ἄλλος μεσοβέζικος συμβιβασμός εἶναι ἀπαράδεκτος.
- Μ. Καραγάτσης, Ὀ κίτρινος φάκελος, 1956 [μυθιστόρημα]
- ≈ συνώνυμα: αόριστος, ασαφής, πρόχειρος
- ※ Ἕνα μακρύ φιλί –ὄχι ὅμως κι ἀτέλειωτο– προμήνυμα κι ἀμοιβαία ὑπόσχεση μιᾶς πλέριας ἐρωτικής νομῆς. Τό δεύτερο θά εἶναι ὁπωσδήμοτε ὁ πρόλογος καί τό συμπλήρωμα τῆς νομῆς. Κάθε ἄλλος μεσοβέζικος συμβιβασμός εἶναι ἀπαράδεκτος.
- (παρωχημένο, για άνεμο) που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κύριες διευθύνσεις (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά επεξεργασία
- μεσοβέζικα (επίρρημα)
- πιθανόν μουσαντό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μεσοβέζικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ müşevveş - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν