μαυροφρύδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.vɾoˈfɾi.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαυ‐ρο‐φρύ‐δης
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μαυροφρύδης | η | μαυροφρύδα | το | μαυροφρύδικο |
γενική | του | μαυροφρύδη | της | μαυροφρύδας | του | μαυροφρύδικου |
αιτιατική | τον | μαυροφρύδη | τη | μαυροφρύδα | το | μαυροφρύδικο |
κλητική | μαυροφρύδη | μαυροφρύδα | μαυροφρύδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μαυροφρύδηδες | οι | μαυροφρύδες | τα | μαυροφρύδικα |
γενική | των | μαυροφρύδηδων | — | των | μαυροφρύδικων | |
αιτιατική | τους | μαυροφρύδηδες | τις | μαυροφρύδες | τα | μαυροφρύδικα |
κλητική | μαυροφρύδηδες | μαυροφρύδες | μαυροφρύδικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
μαυροφρύδης, -α, -ικο
- (κτητικό σύνθετο) που έχει μαύρα φρύδια
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαυροφρύδης
|
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαυροφρύδης αρσενικό (θηλυκό μαυροφρύδα)
- αυτός που είναι μαυροφρύδης