ασπροφρύδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ασπροφρύδης αρσενικό (θηλυκό ασπροφρύδα)
- (κτητικό σύνθετο) που έχει άσπρα φρύδια
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασπροφρύδης
|