ασπροφρύδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.spɾoˈfri.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σπρο‐φρύ‐δης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασπροφρύδης αρσενικό (θηλυκό ασπροφρύδα)
- (κτητικό σύνθετο) που έχει άσπρα φρύδια
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασπροφρύδης
|