μαυροφρύδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαυροφρύδα | οι | μαυροφρύδες |
γενική | της | μαυροφρύδας | — | |
αιτιατική | τη | μαυροφρύδα | τις | μαυροφρύδες |
κλητική | μαυροφρύδα | μαυροφρύδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαυροφρύδα < μαυροφρύδης + -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαυροφρύδα θηλυκό
- θηλυκό του μαυροφρύδης
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαυροφρύδα
|