μακροήμερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακροήμερος → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαμακροήμερος
- μακρόβιος
- που διαρκεί πολλές ημέρες
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακροήμερος
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | μακροήμερος | τὸ | μακροήμερον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | μακροημέρου | τοῦ | μακροημέρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | μακροημέρῳ | τῷ | μακροημέρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | μακροήμερον | τὸ | μακροήμερον | ||
κλητική ὦ! | μακροήμερε | μακροήμερον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | μακροήμεροι | τὰ | μακροήμερᾰ | ||
γενική | τῶν | μακροημέρων | τῶν | μακροημέρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | μακροημέροις | τοῖς | μακροημέροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | μακροημέρους | τὰ | μακροήμερᾰ | ||
κλητική ὦ! | μακροήμεροι | μακροήμερᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μακροημέρω | τὼ | μακροημέρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μακροημέροιν | τοῖν | μακροημέροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μακροήμερος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαμακροήμερος, -ος, -ον
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μακροήμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.