ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μακροημέρευσῐς αἱ μακροημερεύσεις
      γενική τῆς μακροημερεύσεως τῶν μακροημερεύσεων
      δοτική τῇ μακροημερεύσει ταῖς μακροημερεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μακροημέρευσῐν τὰς μακροημερεύσεις
     κλητική ! μακροημέρευσῐ μακροημερεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μακροημερεύσει
γεν-δοτ τοῖν  μακροημερευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακροημέρευσις < μακροημερ(ω) -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε μακρο- + ἡμέρευσις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μακροημέρευσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μακρός και ἡμέρα