μακροημέρευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μακροημέρευσῐς | αἱ | μακροημερεύσεις | ||||
γενική | τῆς | μακροημερεύσεως | τῶν | μακροημερεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | μακροημερεύσει | ταῖς | μακροημερεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μακροημέρευσῐν | τὰς | μακροημερεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | μακροημέρευσῐ | μακροημερεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μακροημερεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μακροημερευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μακροημέρευσις < μακροημερ(ω) -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε μακρο- + ἡμέρευσις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακροημέρευσις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) μακροημέρευση
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη μακροβιότης
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μακρός και ἡμέρα
Πηγές
επεξεργασία- μακροημέρευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.