Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μακροημερεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μακροημερεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μακροημερεύω
  3. θα μακροημερεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μακροημερεύω