μακροημερεύσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμακροημερεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μακροημερεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μακροημερεύω
- θα μακροημερεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μακροημερεύω