μακροβιότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μακροβιότης | αἱ | μακροβιότητες |
γενική | τῆς | μακροβιότητος | τῶν | μακροβιοτήτων |
δοτική | τῇ | μακροβιότητῐ | ταῖς | μακροβιότησῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | μακροβιότητᾰ | τὰς | μακροβιότητᾰς |
κλητική ὦ! | μακροβιότης | μακροβιότητες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μακροβιότητε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μακροβιοτήτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μακροβιότης < μακρόβιο(ς) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακροβιότης, -τητος θηλυκό
- μακροβιότητα, μακροζωία
- άλλες μορφές: μακροβιοτία
- ≈ συνώνυμα: μακροβίωσις, μακροημέρευσις
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μακρόβιος, μακρός και βίος
Πηγές
επεξεργασία- μακροβιότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακροβιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.