μακροβίοτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακροβίοτος < αρχαία ελληνική μακροβίοτος
Επίθετο επεξεργασία
μακροβίοτος, η, ο
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
μακροβίοτος
- ο υπερβολικά μακρύς, ο με μεγάλη διάρκεια βίος που έχει ήδη βιωθεί
- ἦ μακροβίοτος ὅδε γέ τις αἰὼν ἐφάνθη γεραιοῖς, ἀκούειν τόδε πῆμ᾽ ἄελπτον : επαρατράβηξε πολύ σ΄εμάς τους γέρους η ζωή που ακόμα εμέλλετο να ζούμε αυτήν αναπάντεχα ν' ακούμε τη συμφορά(Πέρσες Αισχ. 265 απόδοση Ζερβού)