↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτοϋφής η λεπτοϋφής το λεπτοϋφές
      γενική του λεπτοϋφούς* της λεπτοϋφούς του λεπτοϋφούς
    αιτιατική τον λεπτοϋφή τη λεπτοϋφή το λεπτοϋφές
     κλητική λεπτοϋφή(ς) λεπτοϋφής λεπτοϋφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτοϋφείς οι λεπτοϋφείς τα λεπτοϋφή
      γενική των λεπτοϋφών των λεπτοϋφών των λεπτοϋφών
    αιτιατική τους λεπτοϋφείς τις λεπτοϋφείς τα λεπτοϋφή
     κλητική λεπτοϋφείς λεπτοϋφείς λεπτοϋφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτοϋφής < ελληνιστική κοινή λεπτοϋφής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.pto.iˈfis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐πτο‐ϋ‐φής

  Επίθετο

επεξεργασία

λεπτοϋφής, -ής, -ές

  • που έχει υφανθεί με λεπτό τρόπο
    ※  Όταν ρωτώ τον [όνομα] ποιο είναι το πνεύμα της παράστασης, μου απαντά με πολύ χιούμορ: «Αν έρθετε, σας αρέσει η παράσταση και τη σκέφτεστε την επόμενη μέρα, ε, αυτό είναι το πνεύμα που θέλω να μεταδώσω. Αν πάλι έρθετε, σκυλοβαρεθείτε και δεν ξέρετε από πού να φύγετε, έτσι και σας πω τώρα τίποτα ψαρωτικές σοφίες και περισπούδαστες μπαρούφες περί του βάθους της παράστασης και περί της λεπτοϋφούς πνευματικής πεμπτουσίας του έργου, θα σώσω την κατάσταση; Όχι. Ας το αφήσουμε λοιπόν εκεί».
    «Κι εσείς; Πώς τα περνάτε;»: Παλιές επιστολές δίνουν υλικό για μια νέα μουσική παράσταση, lifo.gr, 11 Οκτωβρίου 2022

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λεπτοϋφής τὸ λεπτοϋφές
      γενική τοῦ/τῆς λεπτοϋφοῦς τοῦ λεπτοϋφοῦς
      δοτική τῷ/τῇ λεπτοϋφεῖ τῷ λεπτοϋφεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν λεπτοϋφ τὸ λεπτοϋφές
     κλητική ! λεπτοϋφές λεπτοϋφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λεπτοϋφεῖς τὰ λεπτοϋφ
      γενική τῶν λεπτοϋφῶν τῶν λεπτοϋφῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς λεπτοϋφέσ(ν) τοῖς λεπτοϋφέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς λεπτοϋφεῖς τὰ λεπτοϋφ
     κλητική ! λεπτοϋφεῖς λεπτοϋφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λεπτοϋφεῖ τὼ λεπτοϋφεῖ
      γεν-δοτ τοῖν λεπτοϋφοῖν τοῖν λεπτοϋφοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτοϋφής < λεπτο- + ὕφος + -ής

  Επίθετο

επεξεργασία

λεπτοϋφής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία