γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λαμυρός λαμυρᾱ́ τὸ λαμυρόν
      γενική τοῦ λαμυροῦ τῆς λαμυρᾶς τοῦ λαμυροῦ
      δοτική τῷ λαμυρ τῇ λαμυρ τῷ λαμυρ
    αιτιατική τὸν λαμυρόν τὴν λαμυρᾱ́ν τὸ λαμυρόν
     κλητική ! λαμυρέ λαμυρᾱ́ λαμυρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λαμυροί αἱ λαμυραί τὰ λαμυρᾰ́
      γενική τῶν λαμυρῶν τῶν λαμυρῶν τῶν λαμυρῶν
      δοτική τοῖς λαμυροῖς ταῖς λαμυραῖς τοῖς λαμυροῖς
    αιτιατική τοὺς λαμυρούς τὰς λαμυρᾱ́ς τὰ λαμυρᾰ́
     κλητική ! λαμυροί λαμυραί λαμυρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λαμυρώ τὼ λαμυρᾱ́ τὼ λαμυρώ
      γεν-δοτ τοῖν λαμυροῖν τοῖν λαμυραῖν τοῖν λαμυροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμυρός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

λαμυρός, -ά/-ή, -όν, συγκριτικός:λαμυρώτερος

  1. λαίμαργος, άπληστος, αδηφάγος
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6, 81 p.v.2.p.84, @scaife.perseus, @el.wikisource
    ὃ δὲ χολᾶν ποιεῖ,
    γάστριν καλοῦσι καὶ λάμυρον ὃς ἂν φάγῃ
    ἡμῶν τι τούτων.
  2. (μεταφορικά) αναιδής, αυθάδης, ακόλαστος
    ※  3ος πκε αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα VIII στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 5ο, επίγραμμα 162, εἰς Φιλαίνιον @books.google.gr
    λαμυρή μ' ἔτρωσε Φιλαίνιον, εἰ δὲ τὸ τραῦμα
    μὴ σαφές, ἀλλ᾽ ὁ πόνος δύεται εἰς ὄνυχα.
    οἴχομ', Ἔρωτες, ὄλωλα, διοίχομαι, εἰς γὰρ ἔχιδναν
    νυστάζων ἐπέβην + ἠδ᾽ ἔθιγόν τ' ᾿Αΐδα.
    Η ακόλαστη Φιλαίνιον με τραυμάτισε κι αν το τραύμα
    δεν διακρίνεται, όμως ο πόνος βυθίζεται ως τα νύχια.
    Έχω χαθεί, Έρωτες, έχω καταστραφεί, έχω εξαφανισθεί,
    γιατί πάνω σε οχιά πάτησα νυσταγμένος κι άγγιξα τον Άδη.
    Μετάφραση: Νάστος Ιωάννης, Τα επιγράμματα του Ασκληπιάδου του Σαμίου: εισαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχολία, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2002, σελ. 40
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Μάριος, 38.6 @scaife.perseus
    προσβλέψας δὲ τῷ Μαρίῳ λαμυρόν τι καὶ γεγηθὸς ἔστη πρῶτον ἐναντίον, εἶτα φωνὴν ἀφῆκε λαμπρὰν καὶ παρεσκίρτησε παρʼ αὑτὸν ὑπὸ γαυρότητος.
  3. (για λίμνη, θάλασσα) βαθύς
  4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη, κοκέτα
  5. (ελληνιστική σημασία) (με θετική σημασία) κομψός, ευχάριστος
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Καίσαρ, 49.2 @scaife.perseus
    καὶ τούτῳ τε πρώτῳ λέγεται τῷ τεχνήματι τῆς Κλεοπάτρας ἁλῶναι, λαμυρᾶς φανείσης, καὶ τῆς ἄλλης ὁμιλίας καὶ χάριτος ἥττων γενόμενος διαλλάξαι πρὸς τὸν ἀδελφὸν ὡς συμβασιλεύσουσαν.
     συνώνυμα: ἐπίχαρις
  6. διαυγής, λαμπρός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία