λάμια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάμια | οι | λάμιες |
γενική | της | λάμιας | — | |
αιτιατική | τη | λάμια | τις | λάμιες |
κλητική | λάμια | λάμιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λάμια < αρχαία ελληνική λάμια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λάμια θηλυκό
- (μυθολογία) τέρας που έπλασε η λαϊκή φαντασία με μορφή γυναίκας
- πρόσεχε γιατί θα σε φάει η λάμια
- (μεταφορικά) πολύ κακιά γυναίκα
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Λάμια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λάμια
|