λαθρακιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαθρακιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαθρακιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαλαθρακιασμένος, -η, -ο
- (για ξύλα) σαπισμένος (ιδίως από μέσα)
- (για ανθρώπους ή ζώα) εξασθενισμένος, καταβλημένος, αδυνατισμένος (σε μεγάλο βαθμό)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λαθρακιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαθρακιασμένος
|