Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαθρακιασμένος η λαθρακιασμένη το λαθρακιασμένο
      γενική του λαθρακιασμένου της λαθρακιασμένης του λαθρακιασμένου
    αιτιατική τον λαθρακιασμένο τη λαθρακιασμένη το λαθρακιασμένο
     κλητική λαθρακιασμένε λαθρακιασμένη λαθρακιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαθρακιασμένοι οι λαθρακιασμένες τα λαθρακιασμένα
      γενική των λαθρακιασμένων των λαθρακιασμένων των λαθρακιασμένων
    αιτιατική τους λαθρακιασμένους τις λαθρακιασμένες τα λαθρακιασμένα
     κλητική λαθρακιασμένοι λαθρακιασμένες λαθρακιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαθρακιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαθρακιάζω

  Μετοχή επεξεργασία

λαθρακιασμένος, -η, -ο

  1. (για ξύλα) σαπισμένος (ιδίως από μέσα)
  2. (για ανθρώπους ή ζώα) εξασθενισμένος, καταβλημένος, αδυνατισμένος (σε μεγάλο βαθμό)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία