λαθρακιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαθρακιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαλαθρακιάζω
- (για ξύλα) σαπίζω, ιδίως από μέσα
- (για ανθρώπους ή ζώα) εξασθενίζω, καταβάλλομαι, αδυνατίζω σε μεγάλο βαθμό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαθρακιάζω | λαθράκιαζα | θα λαθρακιάζω | να λαθρακιάζω | λαθρακιάζοντας | |
β' ενικ. | λαθρακιάζεις | λαθράκιαζες | θα λαθρακιάζεις | να λαθρακιάζεις | λαθράκιαζε | |
γ' ενικ. | λαθρακιάζει | λαθράκιαζε | θα λαθρακιάζει | να λαθρακιάζει | ||
α' πληθ. | λαθρακιάζουμε | λαθρακιάζαμε | θα λαθρακιάζουμε | να λαθρακιάζουμε | ||
β' πληθ. | λαθρακιάζετε | λαθρακιάζατε | θα λαθρακιάζετε | να λαθρακιάζετε | λαθρακιάζετε | |
γ' πληθ. | λαθρακιάζουν(ε) | λαθράκιαζαν λαθρακιάζαν(ε) |
θα λαθρακιάζουν(ε) | να λαθρακιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαθράκιασα | θα λαθρακιάσω | να λαθρακιάσω | λαθρακιάσει | ||
β' ενικ. | λαθράκιασες | θα λαθρακιάσεις | να λαθρακιάσεις | λαθράκιασε | ||
γ' ενικ. | λαθράκιασε | θα λαθρακιάσει | να λαθρακιάσει | |||
α' πληθ. | λαθρακιάσαμε | θα λαθρακιάσουμε | να λαθρακιάσουμε | |||
β' πληθ. | λαθρακιάσατε | θα λαθρακιάσετε | να λαθρακιάσετε | λαθρακιάστε | ||
γ' πληθ. | λαθράκιασαν λαθρακιάσαν(ε) |
θα λαθρακιάσουν(ε) | να λαθρακιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαθρακιάσει | είχα λαθρακιάσει | θα έχω λαθρακιάσει | να έχω λαθρακιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαθρακιάσει | είχες λαθρακιάσει | θα έχεις λαθρακιάσει | να έχεις λαθρακιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαθρακιάσει | είχε λαθρακιάσει | θα έχει λαθρακιάσει | να έχει λαθρακιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαθρακιάσει | είχαμε λαθρακιάσει | θα έχουμε λαθρακιάσει | να έχουμε λαθρακιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαθρακιάσει | είχατε λαθρακιάσει | θα έχετε λαθρακιάσει | να έχετε λαθρακιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαθρακιάσει | είχαν λαθρακιάσει | θα έχουν λαθρακιάσει | να έχουν λαθρακιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαθρακιάζω
|