Ετυμολογία

επεξεργασία
λαθρακιάζω < λείπει η ετυμολογία

λαθρακιάζω

  1. (για ξύλα) σαπίζω, ιδίως από μέσα
  2. (για ανθρώπους ή ζώα) εξασθενίζω, καταβάλλομαι, αδυνατίζω σε μεγάλο βαθμό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία