κύδος
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κύδος | ||
γενική | του | κύδους | ||
αιτιατική | το | κύδος | ||
κλητική | κύδος | |||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κύδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κῦδος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακύδος ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) η δόξα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κύδος | οἱ | κύδοι | ||||
γενική | τοῦ | κύδου | τῶν | κύδων | ||||
δοτική | τῷ | κύδῳ | τοῖς | κύδοις | ||||
αιτιατική | τὸν | κύδον | τοὺς | κύδους | ||||
κλητική ὦ! | κύδε | κύδοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κύδω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κύδοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κύδος < πιθανόν αναδρομικός σχηματισμός από κυδάζομαι, κῠδάζω (βρίζω, βλασφημώ). Η σύνδεση με το κῠδοιμός (ταραχή ή θόρυβος της μάχης) είναι ασαφής. Δε συνδέεται με το κῦδος. [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακύδος αρσενικό
- το όνειδος, η ύβρις (σε Σχόλια)
- 732. ἀρσενικῶς δὲ ὁ κύδος ἐπὶ τῆς ὕβρεως (Scholia Græca in ⌘Sophoclem. Σχόλια παλαιά. Εις τον μαστιγοφόρον Αίαντα. Ex editione Brunckiana. Oxonii, 1801 σελ.78@books.google)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κυδάζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «κυδάζομαι» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κύδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.